Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Κεφάλαια 19 έως 21


19

Η Κατερίνα δεν ανήκε στην Οργάνωση. Της το πρότεινε κάποτε η Βάσω, αλλά όχι πιεστικά. Την ήξερε τη φίλη της, δε θα της ταίριαζε – παραήταν τακτοποιημένα τα πάντα εκεί μέσα κι επίσης δε θα έκανε με τίποτα τα μαλλιά της κότσο.

Κάπου οι δυο τους το προτιμούσαν, το διασκέδαζαν θα έλεγες, να διαφωνούν, να βλέπουν τον κόσμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Παρ΄όλα αυτά, κατά βάθος μιλούσαν μια κοινή γλώσσα, λιγάκι ασυνήθιστη και απόμακρη – εξίσου μακριά από τους θρησκευόμενους της Κυριακής, που μέτραγαν την πίστη με το απουσιολόγιο, αλλά και από κείνους που πετούσαν τη θρησκευτική τους παράδοση με τον ίδιο τρόπο που πέταξαν την επαρχιώτικη καταγωγή τους, τη διαλεκτική προφορά τους, τη σοφία που βρίσκεται ριζωμένη στη γενέθλια γη.

Εκείνη την Τετάρτη είχαν την κουβέντα του Γρηγόρη. Συνήθως δεν μιλούσαν για εκείνον, γενικά για άντρες απέφευγαν να συζητούν. Τώρα βέβαια είχαμε γάμο και όχι συμβίωση και ίσως αυτό να έκανε πιο αποδεκτό στα μάτια της Βάσως εκείνον, που για την Κατερίνα ήταν ο άντρας της, και πριν και τώρα.

Δεν θα έπιανε να κάνει παράπονα για τον άνθρωπό της δεξιά κι αριστερά. Έτσι νόμιζε. Να όμως που τό'κανε. Μήπως έγινε κι αυτή σαν τις νοικοκυρούλες που κάποτε κορόιδευε;

Της βγήκε πάντως αρκετά αυθόρμητα. Ακόμα δεν παντρευτήκαμε κι αυτός σκέφτεται πότε θα βρει ευκαιρία να ξεφύγει! Μα κάθε χρόνο δεν έφευγε; Ναι αλλά τώρα ήταν διαφορετικά. Πόσο διαφορετικά; Επειδή πέρασε τη βέρα στο δεξί; (Αλήθεια, γιατί δεν τη φορούσε στη δουλειά;)

Η στενοχώρια της Κατερίνας ήταν εκείνη η ανακοίνωσή του, ότι φέτος θα ξαναπάει στο Καρναβάλι, ο κόσμος να χαλάσει. Παιδί της Πάτρας ο Γρηγόρης, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες έπαιρνε άδεια από τη δουλειά του, έφευγε την Παρασκευή και γύριζε στην Αθήνα το βράδυ της Καθαροδευτέρας. Ετήσιο προσκύνημα.

Για τρεις μέρες χανόταν στη δίνη.

Αυτή η δίνη τρόμαζε την Κατερίνα. Πίστευε στην ελευθερία του αλλά, όσο κι αν δεν το παραδεχόταν και δεν τολμούσε να το συζητήσει μαζί του, μέσα της ήλπιζε ότι με το γάμο θα γίνονταν ελεγχόμενες οι εκδηλώσεις αυτής της ελευθερίας.


20

Μεριντιάνα σημαίνει μεσημβρινός.

Την ήξερε από τα αγγλικά τη λέξη. Τη βρήκε μπροστά του την ομώνυμη λεωφόρο, σε ένα μοναχικό του περίπατο ένα σαββατιάτικο πρωί.

Περπάτησε ελπίζοντας ότι θα είχε το χρόνο και την ηρεμία να σκεφτεί. Τις τελευταίες δέκα μέρες τα πάντα του φάνηκαν ότι έγιναν πολύ γρήγορα.

Ένα αίνιγμα.

Στα διακόσια περίπου μέτρα έκανε μεταβολή. Είχε βρει τη λύση σ' ένα άλλο αίνιγμα – πιο αθώο. Αναζήτησε ένα χάρτη της Βαρκελώνης για να επιβεβαιώσει την επιτυχία του. Βρήκε χάρτη σε ένα κατάστημα αναμνηστικών. Τον ξεδίπλωσε. Μετά τον γύρισε λοξά, σαρανταπέντε μοίρες.

Η Μεριντιάνα είχε γίνει κατακόρυφη. Και ώ του θαύματος, η Παραλλέλ έγινε οριζόντια. Να λοιπόν σε τι ήταν παράλληλη. Στον ισημερινό και τους παράλληλους κύκλους.

Χαρούμενος με την ανακάλυψή του, δεν παρέλειψε να διαπιστώσει ότι η Ντιαγονάλ παρέμενε διαγώνιος, απ' όποια γωνία κι αν την έβλεπες.

Και μετά συνέχισε τη βόλτα του, επιστρέφοντας στα μυστήρια που δεν θα διαλεύκανε κανένας χάρτης, στα ερωτήματα που όλο και πλήθαιναν μετά από το σύντομο τηλεφώνημα της προηγούμενης βραδιάς.

Η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκε. Περίμενε ότι ο άνθρωπος που του μιλούσε στην άλλη άκρη της γραμμής θα έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα τον συμβούλευε για τα επόμενα βήματά του. Αυτό υποτίθεται ότι θα του έδινε η Πρεσβεία – υποστήριξη. Εκείνος απλά τον άκουγε, σαν από υποχρέωση, μουρμουρίζοντας ένα Μμμ… στο τέλος κάθε φράσης του Παντελή. Θα πρέπει να κρατούσε και σημειώσεις. Ο Παντελής έμεινε με την αμυδρή εντύπωση ότι ο συνομιλητής του περίμενε να ακούσει κάτι περισσότερο. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του ότι μπορεί να ήξερε για τη βραδιά στο σπίτι της Εύας. Φυσικά, δεν του είπε τίποτα.

Οι λίγες του πάντως κουβέντες ήταν σε άψογα ελληνικά. Ο Παντελής είχε ζητήσει τον σενιόρ Κάρλος, όπως ακριβώς το όριζαν οι οδηγίες. Ποιος άραγε να ήταν αυτός ο μυστηριώδης συνομιλητής;

Και η Εύα – θα έφευγε για τη Ζιρόνα από το απόγευμα της Παρασκευής, έτσι του είχε πει. Το βράδυ όμως την είδε στη Ράμπλα. Ανηφόριζε παρέα με τρεις άντρες την ώρα που εκείνος κατηφόριζε. Δεν τη χαιρέτησε, εκείνη κοίταζε διαρκώς αλλού, ίσως να τον είχε προσέξει και να τό'κανε επίτηδες.

Φυσικά δεν είχε νόημα η ζήλεια, τον Παντελή όμως τον πείραξε το ψεματάκι που ήρθε σχεδόν με το καλημέρα της γνωριμίας τους. Ήταν ανάγκη; Και ποιοι ήταν οι τρεις τύποι; Είχε την εντύπωση, χωρίς να μπορεί να την εξηγήσει, ότι δεν είχαν βγει μαζί για να διασκεδάσουν, παρότι ο ένας τους ήταν φανερά πιο κοντά της, σχεδόν την άγγιζε ενώ περπατούσαν. Και οι τρεις πάντως του φάνηκαν ψηλοί και αγέρωχοι, έτσι όπως βάδιζαν μαζί της σιωπηλά και σταθερά, κάτω από τα φώτα της πόλης.


21

Και πάλι για άντρες μίλησαν, για δεύτερη συνεχόμενη βδομάδα. Την τιμητική του είχε τώρα ο ξάδερφος της Κατερίνας, που ταυτόχρονα ήταν κάποτε ο πλατωνικός αγαπημένος της Βάσως – τα φτιάξανε στην πρώτη εφηβεία, σινεμά, μπάνιο μαζί, γκαζόζα με δύο καλαμάκια, τέτοια πράγματα. Η Κατερίνα είχε μάθει από τη θεία της ότι ο Παντελής έλειπε στη Βαρκελώνη, για να κάνει τη μελέτη ενός ναού. Κι επειδή επρόκειτο για ναό και ήξερε ότι θα την ενδιέφερε τη Βάσω, της το είπε. Λεπτομέρειες δεν ήξερε, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τις δύο φίλες να εκθειάσουν τον φέρελπι αρχιτέκτονα, που είχε την τύχη να ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του με κάτι το δίχως άλλο ενδιαφέρον και πρωτοποριακό.

Η Βάσω θυμήθηκε τα χρόνια της αθωότητας και η Κατερίνα, όσο την άκουγε, σκεφτόταν ότι η καρδιά της φίλης της θα έμενε πάντα σε εκείνα τα χρόνια, η φαντασία της θα τα πρόβαλλε στο μέλλον: πώς θα ήταν αν συνέχιζαν να είναι μαζί, αν δεν βιάζονταν να μεγαλώσουν κι οι δυο τους – αλλά με διαφορετικούς και τελικά ασύμβατους τρόπους.

Όλοι μας άλλωστε δεν είχαμε μια παιδική αγάπη που έμενε πάντα στο μυαλό μας, ακόμη κι αν κάποιες ενδιάμεσες χάνονταν απ' τη μνήμη; Μήπως κι εγώ, δεν είχα; σκέφτηκε η Κατερίνα. Βιαστικά προχώρησε το συλλογισμό: κι ο Γρηγόρης είχε, κι ο Παντελής είχε (τη Βάσω άραγε ή κάποια άλλη;), ακόμα και το αφεντικό της δε γλίτωσε: κι ο κύριος Δανιηλίδης είχε…

Κατερίνα πού είσαι; Από τους συναδέλφους στο γραφείο που δούλευε, η φωνή της φίλης της την επανέφερε στο εδώ και τώρα. Χάζεψες με τον έγγαμο βίο! την πείραξε η Βάσω. Τη σήκωσε απ' το παγκάκι για ν' ανέβουν τα σκαλιά προς την Αμαλίας και να πάρουν από ένα καλαμπόκι απ' τον πλανόδιο πωλητή, κάτι που έκαναν συχνά.

Την ώρα που ο πωλητής αλάτιζε τα καλαμπόκια, η Βάσω ένιωσε ένα απαλό χτύπημα στην πλάτη. Γύρισε να κοιτάξει και υποδέχτηκε τη νεοφερμένη με ένα επιφώνημα ευχάριστης έκπληξης. Πώς από δω;

Για καλαμπόκι κι εγώ, απάντησε η εύσωμη καστανή κοπέλα. Προχώρησαν στις συστάσεις και η Κατερίνα κατάλαβε ότι η Μάρθα ήταν κι αυτή στην Οργάνωση.

Πολύ σύντομα, η Βάσω είχε αρχίσει τη λογοδιάρροια. Όπως πάντα. Είναι ζήτημα αν η Μάρθα είπε για τον εαυτό της το ένα πέμπτο απ' όσα είπε η Βάσω για τον δικό της εαυτό αλλά και για τη φίλη της, τον άντρα της φίλης που ήταν απ' την Πάτρα, τον ξάδερφο τον αρχιτέκτονα που έκανε μια πρωτοποριακή μελέτη ναοδομίας, και κάμποσα ακόμα, στην αφελή της προσπάθεια να αναπτύξει την οικειότητα ανάμεσα σε δυο πρόσωπα που μόλις είχαν γνωριστεί. Η Κατερίνα εν τέλει κουράστηκε, προφασίστηκε ότι θα την περίμενε ο Γρηγόρης νωρίς, χαιρέτησε τις δύο άλλες και έφυγε προς την Πανεπιστημίου, την Πατησίων, τη Χέυδεν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου