Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Κεφάλαια 43 έως 45


43

Οι διατυπώσεις που χρειάζονταν για να πάει κανείς στην πρωτεύουσα ήταν λιγότερες απ' ό,τι για να βγάλει διαβατήριο. Και η αφορμή ήταν εύκολο να βρεθεί. Δυο φορές το χρόνο κάποιος από την οικογένεια πήγαινε για μια βδομάδα στην Αθήνα για ν' αγοράσει εργαλεία, αναλώσιμα και άλλα υλικά για τις πάσης φύσεως δουλειές της οικογένειας. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια πήγαινε ο Νικόλας. Εκείνη τη χρονιά προσφέρθηκε ο Σωκράτης. Η υπόλοιπη οικογένεια ξαφνιάστηκε αλλά και χάρηκε με την πρωτοβουλία του μικρού αδελφού. Του κούνησαν το μαντίλι στο λιμάνι και μεταξύ τους είχαν να λένε για το φιλότιμό του.

Ο ίδιος έφτασε στον Πειραιά ταλαιπωρημένος από το πολύωρο ταξίδι και την κυματώδη θάλασσα. Με τον ηλεκτρικό ανέβηκε στην Ομόνοια και περπάτησε μέχρι το ξενοδοχείο της Σατωβριάνδου, το ίδιο όπου έμεναν πάντα – στη ρεσεψιόν δούλευε ένας συμπατριώτης τους που τους έβρισκε πάντα δωμάτιο. Ο πατέρας τους δεν ήθελε να υποχρεώνεται σε συγγενείς για τη φιλοξενία. Ήταν μεσάνυχτα και τα βλέφαρά του έκλειναν αλλά η αδημονία του για την επόμενη μέρα τον κράτησε ξύπνιο μέχρι αργά. Δοκίμασε να κάνει ένα μπάνιο για να χαλαρώσει αλλά το νερό ήταν κρύο. Φόρεσε τις πυτζάμες του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ξανάφερε στο μυαλό του το πρόγραμμα της επόμενης μέρας.

Αφύπνιση στις επτά. Γι' αυτό θα φρόντιζε ο Μανώλης. Πρώτα του είπε τι ώρα να τον ξυπνήσει και μετά του έδωσε την ταυτότητα.

Ένα τετράωρο στην οδό Αθηνάς. Απ' τις οχτώ μέχρι τις δώδεκα θα έκανε τα πρώτα ψώνια. Είχε τρεις μέρες μπροστά του. Ήξερε τι χρειάζονταν, είχε κατάλογο λεπτομερή.

Η συνέχεια επί της οθόνης. Ή μάλλον επί χάρτου. Η πρώτη του φροντίδα το μεσημεράκι θα ήταν να πάει στο γνωστό βιβλιοπωλείο της στοάς και να αγοράσει τον μεγάλο Πολεοδομικό Χάρτη. Εκεί τον είχαν παραπέμψει οι φίλοι του για να μπορέσει να βρει μια άκρη σχετικά με τα άγνωστα τοπωνύμια και τις εξίσου άγνωστες οδούς. Μόνο τότε θα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την αναζήτησή του. Και να αποφασίσει από ποιο σημείο θα την ξεκινούσε.


44

Η κορυφή του λόφου δεν είχε αξιοθέατα. Ούτε λούνα παρκ. Η θέα όμως ήταν εντυπωσιακή. Ειδικά εκείνη την ήσυχη ώρα, με το χάραμα. Έκανε λίγη ψύχρα, τόση όση χρειαζόταν για να σε κρατήσει ξύπνιο. Και ο Παντελής με την Εύα το χρειάζονταν αυτό.

Ο Λυκαβηττός, η Ακρόπολη και όλα τα άλλα υψώματα της πρωτεύουσας βρίσκονταν χαμηλότερά τους και γι' αυτό έδειχναν μικρά, σχεδόν ασήμαντα, σαν συμπυκνωμένα.

Ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπαν μόνοι τους τη θέα από εκείνο το σημείο. Η πρώτη ήταν μόλις πριν λίγες ώρες, στη βραδινή τους βόλτα. Τώρα δεν θα' μεναν μόνοι για πολύ ακόμα. Σε λίγο θα έφταναν ο Καρντενάλ, ο Μορένο και ο Ντεφλόρ. Τα είχε μάθει πια τα ονόματά τους και είχε ήδη πάρει μια πρώτη γεύση από τον τρόπο δουλειάς τους, που συνδύαζε την επιστημονική γνώση με την τέχνη και το ένστικτο. Τον περισσότερο χρόνο τους οι άνθρωποι της Φροντιέρρα έβλεπαν, άγγιζαν και άκουγαν το βράχο και το χώμα. Έκαναν βέβαια τις μετρήσεις τους, έπαιρναν δείγματα για δοκιμές, θα έφερναν και ένα γεωτρύπανο που το περίμεναν από τη Βαρκελώνη, έδειχναν όμως να έχουν βγάλει τα βασικά τους συμπεράσματα από δύο μόλις μέρες εργασίας.

Συμπεράσματα που δεν ήταν χωρίς συνέπειες για όποιον ήθελε να μελετήσει ή να κατασκευάσει ναό ή άλλο μεγάλο κτίσμα στη συγκεκριμένη περιοχή των Τουρκοβουνίων. Ναι, ήταν βράχος και όχι χώμα, κι αυτό κατ' αρχήν φαινόταν καλό για τη θεμελίωση. Βράχος από βράχο διαφέρει όμως και ο συγκεκριμένος δεν φαινόταν και τόσο συμπαγής. Οι καταλανοί εξηγούσαν, η Εύα μετέφραζε και ο Παντελής δεν έκρυβε την έκπληξη και την ανησυχία του του. Σαν να διάβασαν το μυαλό του Παντελή, που έτρεξε κατευθείαν στις παλιές ιστορίες των παππούδων για τα κούφια βουνά, έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι θεωρούσαν απίθανη την εκτεταμένη σπηλαίωση, μια και ολοφάνερα η θέση που βρίσκονταν ήταν πολύ ψηλότερα από οποιονδήποτε πιθανό υδροφόρο ορίζοντα – με άλλα λόγια, διάβρωση από υπόγεια νερά ήταν απίθανο να υπάρχει. Δήλωναν ωστόσο εντυπωσιασμένοι από τη μορφή του βράχου καθώς και την ύπαρξη πολλών μικρών ή μεσαίων ανοιγμάτων. Δυστυχώς κανένα από αυτά δεν ήταν αρκετά πλατύ ώστε να χωρέσει άνθρωπο. Ούτε καν τη σχετικά πιο μικρόσωμη Εύα. Θα έπρεπε λοιπόν να περιμένουν το γεωτρύπανο.

Υπήρχε αρκετή δουλειά στο μεταξύ. Η Φροντιέρρα θα έκανε το δικό της τοπογραφικό, το οποίο το ανέλαβαν ο Καρντενάλ και ο Μορένο. Ο Ντεφλόρ με την Εύα ήθελαν να γυρίσουν με τα πόδια τα Τουρκοβούνια απ' όλες τις πλευρές, είπαν ένα Αντίο και εξαφανίστηκαν.

Ήταν περασμένες τρεις το απόγευμα. Ο Παντελής θα γύριζε σπίτι. Παρ' όλες τις αβεβαιότητες που ακόμα υπήρχαν σχετικά με τα γεωτεχνικά, η μελέτη του έπρεπε να προχωρήσει. Η ημερομηνία επίσημης προκήρυξης του διαγωνισμού πλησίαζε. Στόχος του ήταν να κερδίσει όσο περισσότερο έδαφος μπορούσε μέχρι εκείνη τη μέρα. Ο πατέρας του δεν ήξερε να του πει την ακριβή προθεσμία υποβολής της μελέτης αλλά ένα πράγμα ήταν βέβαιο: θα ήταν πιεστική, και αλίμονο σε αυτόν που θα άρχιζε απ' το μηδέν όταν θα' βγαινε η προκήρυξη.


45

Το τραίνο ήταν γεμάτο. Έφτασε στα Άνω Πατήσια με εκατοντάδες επιβάτες, στριμωγμένους σαν τις σαρδέλες. Έπρεπε όλοι να βγουν – ο συρμός τερμάτιζε εκεί. Οι περισσότεροι θα έπαιρναν το επόμενο τραίνο, κάποιοι για Νέα Ιωνία και Ηράκλειο, άλλοι για Μαρούσι και Κηφισιά. Ο Σωκράτης ήταν απ' αυτούς που θα κατέβαιναν τις τσιμεντένιες σκάλες.

Ο σταθμός του ηλεκτρικού σ' εκείνο το σημείο είναι εναέριος, αλλά δεν ήταν πάντα. Τον καιρό του θηρίου, η διάβαση ήταν ισόπεδη. Από την αλυσίδα που σταματούσε την οδική κυκλοφορία για να περάσει το τραίνο Αθήνας-Κηφισιάς πήρε το όνομά της και ολόκληρη η περιοχή. Αυτή με τα τηλέφωνα που ξεκινούσαν από είκοσι.

Από μια άποψη ένιωθε τυχερός που οι περιοχές που αναζητούσε ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους. Γύρω απ' το σταθμό η Αλυσίδα, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα προς Ριζούπολη ο συνοικισμός του Προμπονά.

Σύντομα όμως ένιωσε να τον κυριεύει η απογοήτευση. Ακόμα κι αυτές οι περιορισμένης έκτασης ζώνες, σταγόνες στον πολεοδομικό ωκεανό της πρωτεύουσας, του φαίνονταν αχανείς σε σχέση με τους γνώριμους και πεπερασμένους οικισμούς του νησιού. Δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κάτοχος του τηλεφωνικού αριθμού δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Είχε μετακομίσει πρόσφατα μαζί με τη μικρότερη αδελφή της, σε μια πολυκατοικία που μόλις είχε χτιστεί. Ο τηλεφωνικός της αριθμός, σύμφωνα με την ίδια, ήταν ολοκαίνουργιος. Αν μη τι άλλο δεν είχε λάβει τηλεφωνήματα που να ζητούν κάποιον άλλο, όπως κατά κόρον συμβαίνει με όσους κληρονομούν μια παλιά σύνδεση.

Περπάτησε αρκετά, χωρίς να βρει κάτι ενδιαφέρον. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονοκατοικίες. Για να διαβάσεις το όνομα του ενοίκου στο κουδούνι, όπου αυτό υπήρχε, έπρεπε να πλησιάσεις υπερβολικά κοντά. Ο Σωκράτης προτίμησε να είναι διακριτικός. Ήδη είχε κινήσει την περιέργεια στις λιγοστές νοικοκυρές και τους συνταξιούχους που προτιμούσαν να κάθονται στις αυλές ή κοντά στα παράθυρα αντί να πάρουν το μεσημεριανό τους ύπνο. Εισέπραττε παράξενα βλέμματα από ανθρώπους που μάλλον δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν ξένους να περπατούν στη γειτονιά τους. Και φυσικά δεν τολμούσε να απευθύνει ερωτήσεις στα άγνωστα πρόσωπα.

Το καφενείο ήταν το μόνο μέρος που του θύμιζε λιγάκι το νησί. Ίσως βοηθούσε και το γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένας θαμώνας. Προς στιγμήν του φάνηκε ότι ήταν κλειστό, αλλά κοιτάζοντας πιο προσεκτικά διέκρινε έναν φαλακρό κύριο με μουστάκι καθισμένο σε μια καρέκλα με τα πόδια του πάνω σε μια άλλη. Προχώρησε προς την πόρτα, την άνοιξε και στράφηκε προς τον καφετζή. Στο Γεια σας δεν έλαβε καμία απάντηση. Ο καφετζής έμεινε ακίνητος για δέκα ατέλειωτα δευτερόλεπτα. Στο τέλος γύρισε, κοίταξε τον Σωκράτη, σηκώθηκε, πήγε στον πάγκο, σήκωσε το κεφάλι και τον ξανακοίταξε.

Ένα γλυκύ βραστό, είναι εύκολο; Ο Σωκράτης ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν καθώς έδινε την παραγγελία. Δεν έφταιγε το παρουσιαστικό του καφετζή, ο οποίος ήταν κοντός και δε φαινόταν ιδιαίτερα χειροδύναμος ή εν γένει απειλητικός. Ούτε έδειξε να δυσανασχετεί με την παραγγελία ή με το ότι κάποιος τάραξε την απογευματινή του νιρβάνα. Μάλλον έφταιγε η σιωπή που βάραινε τόσο την ατμόσφαιρα. Μετά από άλλη μια αναμονή αρκετών δευτερολέπτων ο καφετζής κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Ο Σωκράτης προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και περπάτησε μέχρι το γωνιακό τραπεζάκι, όπου και έκατσε, κοιτάζοντας προς τη τζαμαρία.

Σε λίγα λεπτά ήρθε ο καφετζής, ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπέζι, άφησε και το νερό και κάθησε δίπλα στον Σωκράτη. Η ανάκριση δεν ήταν ιδιαίτερα επώδυνη. Ίσως γιατί ο Σωκράτης αναθάρρησε διαπιστώνοντας ότι ο καφετζής έχει φωνή, είναι δηλαδή άνθρωπος σαν κι εκείνον και όχι κάποιο μυστηριώδες σιωπηλό πλάσμα. Στις ώρες της περιπλάνησής του είχε αποκομίσει μια παράξενη αίσθηση για τη γειτονιά που είχε επισκεφθεί και τους ανθρώπους της, κι έτσι έβρισκε ευπρόσδεκτο ακόμη και το παραμικρό σημάδι φυσιολογικής συμπεριφοράς.

Ο Σωκράτης δεν άργησε να μπει στο θέμα. Ένα κοινό που είχαν οι απανταχού καφετζήδες ήταν η τάση τους να αυτοπροβάλλονται ως οι άνθρωποι που ξέρουν πρόσωπα και πράγματα στην περιοχή τους. Κολακεύοντας τον Αρίσταρχο – έτσι τον έλεγαν τον καφετζή – ο Σωκράτης κατάφερε να κάνει με τον τρόπο του τις ερωτήσεις που ήθελε. Οι απαντήσεις δίνονταν τμηματικά, καθώς ένας ένας οι απογευματινοί θαμώνες συγκεντρώνονταν και ο Αρίσταρχος σηκωνόταν να τους φτιάξει τους καθιερωμένους καφέδες. Επίσης, όσο πλήθαιναν οι θαμώνες, τόσο πιο ψιθυριστές και πιο περιληπτικές γίνονταν οι κουβέντες του καφετζή. Έστω κι έτσι όμως, ο Σωκράτης κατάφερε να μάθει πολλά για το ρεμπέτη, και για το γιο που αναζητούσε τα ίχνη του.

Στο τέλος καληνύχτισε, βγήκε απ' τον καφενέ και περπάτησε μέχρι το σταθμό του τραίνου. Ο κόσμος στο τραίνο ήταν λιγότερος κι έτσι βρήκε θέση αμέσως. Το μισάνοιχτο παράθυρο του μπεζ συρμού έφερνε δροσερό αέρα. Ο Σωκράτης προσπαθούσε να βάλει όλα όσα είχε ακούσει σε μια σειρά, σε νοερά κουτάκια στο μυαλό του. Ένα απ' αυτά έμενε άδειο, όσο κι αν προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί κάποια σχετική λεπτομέρεια. Στο τέλος ήταν σίγουρος. Ο Αρίσταρχος δεν είχε αναφέρει απολύτως τίποτα για τον μπαρμπα-Νικολό.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Κεφάλαια 40 έως 42


40

Μακάρι να κρατούσε για πάντα το Καρναβάλι, σκεφτόταν ο Γρηγόρης. Και δεν ήταν μόνο παλιμπαιδισμός αυτό. Δεν του στοίχισε μόνο το τέλος του ξεφαντώματος αλλά – κυρίως – η επιστροφή στην καθημερινότητα και πιο πολύ απ' όλα, τα μούτρα που του κρατούσε η Κατερίνα. Δεν του παραπονέθηκε βέβαια με λόγια, αλλά αρκούσε αυτή η ψυχρότητα για να χαλάει τη διάθεση του Γρηγόρη και να ματαιώνει κάθε του προσπάθεια να γλυκάνει το χειμώνα που, παρά την έλευση της άνοιξης στη φύση, δεν έλεγε να φύγει από τη σχέση τους. Η μετάβαση στην έγγαμη ζωή δεν ήταν όπως την ονειρεύτηκαν. Ίσως θα έπρεπε να το είχαν παλέψει περισσότερο, να πάρουν μια-δυο ολόκληρες βδομάδες άδεια απ' τις δουλειές τους. Ίσως έτσι θα είχαν προλάβει να χαλαρώσουν. Δεν το κατάφεραν, και τώρα έπρεπε να πορευτούν. Αυτό ήταν ένα από τα λίγα πράγματα όπου συμφωνούσαν.

Αυτά που τους έκαναν να διαφωνούν υπήρχαν βέβαια από πριν. Σαν να γίνονταν όμως πιο έντονα αυτόν τον καιρό. Η αντίδραση της Κατερίνας στο Καρναβάλι δεν ήταν κάτι το μεμονωμένο. Ήθελε να τονίζει στο Γρηγόρη ότι θέλει την αυτονομία της. Κι έτσι αυτό που θα ήταν αυτονόητο σε μια υγιή σχέση, όπου ο καθένας κρατάει και τον προσωπικό του χώρο – τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, στην ψυχή του – εκφραζόταν βεβιασμένα. Κι όχι μόνο απ' την πλευρά της Κατερίνας: ο Γρηγόρης είχε κι αυτός το μερίδιό του, με την επιμονή του να φύγει για Πάτρα. Η Κατερίνα όμως έδειχνε να κινείται συστηματικά, σχεδόν μεθοδικά. Τα ραντεβού της με τη Βάσω συνεχίστηκαν, αν και η μέρα άλλαξε από Τετάρτη και έγινε Παρασκευή, για να συμπίπτει με τους Χαιρετισμούς – ο κύριος Δανιηλίδης δεν είχε καμία αντίρρηση να αλλάξει τη μέρα που έδινε ελεύθερο απόγευμα στη γραμματέα του. Οι επισκέψεις στη θεία Σωτηρία συνεχίστηκαν κι αυτές. Ο Γρηγόρης τούς συμπαθούσε αλλά κρατούσε πάντα μια απόσταση απ' αυτούς, κι αυτοί από κείνον, υπήρχε μια αμοιβαία διακριτικότητα από τον καιρό που η Κατερίνα ουσιαστικά συζούσε με το Γρηγόρη αν και, επίσημα, έμενε με τη Σωτηρία και το Μίμη.

Όταν γύρισε ο Παντελής, η Σωτηρία τους κάλεσε σε τραπέζι την αμέσως επόμενη Κυριακή και βέβαια από κει δεν μπορούσαν να λείψουν. Ο Γρηγόρης χάρηκε που θα έβλεπε τον Παντελή, είχε πολλά να τον ρωτήσει για την Ισπανία. Η Κατερίνα ήθελε να του πάρει ένα δώρο και πέρασε σχεδόν όλο το πρωινό του Σαββάτου προβληματισμένη για το τι θα αγόραζε.

Προβληματισμένος ήταν και ο Μίμης το Σάββατο. Το απόγευμα πρότεινε στο γιο του να πάνε στο Σύνταγμα για έναν καφέ. Ήθελε να του δώσει τη γενική εικόνα, μέσες-άκρες, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, ίσα για να καταλάβει ότι στους συγγενείς, τους φίλους και γενικά σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον ίδιο το Μίμη, ο Παντελής δεν χρειαζόταν να λέει και πολλά. Για την Ισπανία και τους ισπανούς, ό,τι ήθελε, όχι όμως για το σκοπό, τα μέσα και τα αποτελέσματα της δουλειάς του.

Ειδικά με την Κατερίνα, κάθε συζήτηση για το ναό του Τάματος ήταν απαγορευμένη. Και ο Μίμης με τη Σωτηρία είχαν βρει τον τρόπο να αποκλείσουν τις ερωτήσεις από την πλευρά της ανιψιάς. Της είχαν πει ότι το μελετητικό έργο του Παντελή ματαιώθηκε λόγω ανωτέρας βίας και ότι αναγκάστηκαν να φέρουν πίσω εσπευσμένα τον Παντελή – στον ένα μήνα αντί για τους δύο που υποτίθεται ότι είχε δικαίωμα να μείνει. Ήξεραν ότι η αγαπημένη του ξαδέρφη δεν θα ήθελε με τίποτα να τον πληγώσει κι έτσι δεν θα τον ρωτούσε – και θα έπειθε και τον Γρηγόρη να μη ρωτήσει. Ήξεραν επίσης, κι αυτό ήταν το σημαντικότερο, ότι η σημαντική αυτή πληροφορία θα έφτανε και στα αυτιά της Βάσως της Κερκέντελε, και όπου αλλού έπρεπε να φτάσει, πολύ πριν από την ημέρα του Ακάθιστου Ύμνου.


41

Δεν είχε κλείσει τα εικοσιένα, κι αυτό ήταν πρόβλημα.

Για να βγάλει διαβατήριο ο Σωκράτης, έπρεπε να υπογράψει ο πατέρας του. Αυτό τουλάχιστον του είπε ο υπάλληλος στη Νομαρχία. Κι ο Σωκράτης χωρίς δεύτερη κουβέντα έκανε μεταβολή και βγήκε έξω στο δρόμο, προβληματισμένος.

Όχι ότι ο πατέρας του τού χάλαγε χατίρια αν δεν υπήρχε λόγος. Θα είχε όμως μια δυσκολία να τον πείσει για το διαβατήριο. Να το κάνει τι;

Θα μπορούσε βέβαια να βρει μια δικαιολογία. Ότι θα κανόνιζε να επισκεφτεί τα αδέρφια του Γρηγόρη στην Πάτρα και να πάνε από εκεί μια εκδρομή στην Ιταλία. Δεν τους συνήθιζε όμως σε τέτοιες εξορμήσεις, κι επιπλέον: ο οικογενειακός προϋπολογισμός, το κοινό τους κομπόδεμα δε σήκωνε τέτοιες πολυτέλειες.

Κι ακόμη, στην αίτηση έκδοσης διαβατηρίου το έγραφε καθαρά: Ποίος ο σκοπός εκδόσεως του διαβατηρίου; Πώς θα τολμούσε να γράψει τον πραγματικό σκοπό του χωρίς να έχει μπελάδες; Πώς θα τολμούσε να το φέρει στον πατέρα του για υπογραφή;

Το να πάρεις ένα καΐκι για να πας καρσί δεν ήταν τόσο δύσκολο, ούτε τόσο ασυνήθιστο. Ούτε τόσο ακριβό, σε σχέση μ' ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα. Κάμποσοι περνούσαν, ιδίως τα καλοκαίρια, πήγαιναν και ψώνιζαν καϊμάκι, μπακλαβαδάκια, κανένα δερμάτινο ή και χρυσαφικό. Το να το γράψεις όμως σαν σκοπό έκδοσης του διαβατηρίου σου, αυτό τραβούσε την προσοχή σαν μαγνήτης. Και στη μικρή κοινωνία του νησιού τους, δεν ήταν εύκολο να ξεφύγεις από τέτοιες συμπληγάδες. Ούτε να τη σκαπουλάρεις με κάποια εικονική αιτιολογία. Η κάθε δημόσια υπηρεσία είχε τον 'Παμεινώντα της, όλοι τους σαν πιστά αντίγραφα του αντιπαθητικού υπαλλήλου των τηλεπικοινωνιών. Τους είχες ανάγκη άρα ήσουν τύπος και υπογραμμός. Εκτός κι αν τους λάδωνες, αν βέβαια είχες αρκετά για να καλύψεις τις απαιτήσεις τους – ο Σωκράτης δεν είχε και δε θα τολμούσε να το ζητήσει απ' τον πατέρα του.

Θα έπρεπε να περιμένει δύο χρόνια; Θα μπορούσε να περιμένει δύο χρόνια;

Ή μήπως θα έπιανε από άλλο σημείο τη διαδρομή που ξεκίνησε ο δάσκαλος και που διακόπηκε απότομα τη μέρα που τον έδιωξαν απ' το νησί;

Το επόμενο πρωί περνούσε την εξώπορτα του τηλεφωνείου. Το πρόσωπο του 'Παμεινώντα ήταν ένα αναγκαίο κακό. Σχημάτισε τον αριθμό και έβαλε το ακουστικό στο αυτί. Στο τέταρτο χτύπημα το σήκωσαν. Η γυναικεία φωνή στην άλλη πλευρά δεν πρόδιδε πολλά για την ηλικία ή την ασχολία της κατόχου της. Το μόνο βέβαιο για τον Σωκράτη ήταν ότι η άγνωστη γυναίκα δεν λεγόταν ούτε Γιάννης, ούτε Κώστας.


42

Έφερα και την παρέα μου.

Τη λέξη παρέα την είπε όπως ακούγεται στα ελληνικά. Ο Παντελής δεν έδειξε να εκτιμά την πρόθεση της Εύας να εκφραστεί στη γλώσσα του αγαπημένου της, στη γλώσσα της χώρας που θα την φιλοξενούσε για τον μήνα που θ' ακολουθούσε.


Έμεινε να κοιτάζει την παρέα της, σχεδόν με ανοικτό το στόμα.

Κι αυτό γιατί οι τρεις τύποι που βγήκαν μαζί της από την πύλη των αφίξεων ήταν ψηλοί και αγέρωχοι. Για την ακρίβεια, ήταν οι τρεις ψηλοί και αγέρωχοι που είχε δει μαζί της εκείνο το βράδυ στις Ράμπλας.

Του συστήθηκαν με τρία επώνυμα που τα ξέχασε αμέσως με εξαίρεση το τελευταίο: Ντεφλόρ. Ήταν οι τρεις μηχανικοί της Φροντιέρρα, οι ειδικοί που θα φρόντιζαν να βρουν την καλύτερη τεχνική λύση για τη θεμελίωση του Ναού.

Σαν παρέα οι πέντε τους δεν έλεγαν και πολλά πράγματα. Στο υπεροπτικό ύφος των μηχανικών και τη νευρική διαχυτικότητα της Εύας ήρθε να προστεθεί η δυσπιστία του Παντελή και η αναπόφευκτη αμηχανία της πρώτης στιγμής. Η Εύα όμως φρόντισε να εξηγήσει στον Παντελή γιατί η συγκεκριμένη παρέα ήταν ξεχωριστή.

Τη λέξη παρέα την πήρατε από μας, του είπε καθώς έμπαιναν στον ένα από τα δύο ταξί που θα τους πήγαιναν στην Πλάκα, εκεί που είχαν κλείσει τα δωμάτια για την Εύα και τους μηχανικούς. Ο Παντελής την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. Αλήθεια! επέμεινε εκείνη.

Μου φαίνεται ότι είστε σαν κι εμάς τους έλληνες, την πείραξε ο Παντελής, αφού είπε στον ταξιτζή τον προορισμό τους. Σε όλα είστε εσείς οι πρωτοπόροι. Τα ξέρατε όλα όταν οι άλλοι ζούσαν στα δέντρα.

Και δε σηκώνουμε αντίρρηση! αυτοσαρκάστηκε η Εύα. Ο Παντελής γέλασε. Κοίταξε μπροστά και είδε στον καθρέφτη το πρόσωπο του ταξιτζή να χαμογελάει κι αυτό, αν και μάλλον αμήχανα, δείχνοντας ότι δεν καταλάβαινε καλά τα αγγλικά, ή τουλάχιστον τα αγγλικά ενός έλληνα και μιας καταλανής.

Μετά ο Παντελής κοίταξε προς τα πίσω και είδε το δεύτερο ταξί να τους ακολουθεί. Ένιωσε έναν κάποιο οίκτο για τον άλλο ταξιτζή, που αντί για το γελαστό ζευγάρι είχε την ατυχία να μεταφέρει τους τρεις βλοσυρούς τύπους της Φροντιέρρα.

Κι αμέσως μετά σκέφτηκε ότι ο ταξιτζής, τουλάχιστον, θα απαλλασσόταν νωρίς από δαύτους. Τον Παντελή όμως τον περίμενε ένας μήνας συνεργασίας. Αν δεν ήταν δίπλα του η Εύα, ο μήνας αυτός θα του φαινόταν ατέλειωτος, με την κακή έννοια.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΦΟΣ - Κεφάλαια 37 έως 39





Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΦΟΣ


37

Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου γίνονταν απαρέγκλιτα στις πέντε το απόγευμα της πρώτης Τετάρτης κάθε μήνα. Ήταν πάντα σημαντική αυτή η πρώτη Τετάρτη για τους εργαζόμενους στα κεντρικά γραφεία. Οι υπάλληλοι και τα στελέχη ήταν όχι απλώς εμφανίσιμοι, όπως συνήθως, αλλά πραγματικά καλοντυμένοι. Η αίθουσα συνεδριάσεων αλλά και όλοι οι χώροι του κτιρίου της οδού Σταδίου έπρεπε να λάμπουν. Οι κλητήρες, οι καθαρίστριες, οι γραμματείς, ακόμη και ο υπεύθυνος του κυλικείου έμεναν μέχρι τη λήξη της συνεδρίασης – που συνήθως ήταν πολύωρες και καμιά φορά ξεπερνούσαν και τα μεσάνυχτα ακόμη – και έγραφαν πάντα τις υπερωρίες τους, τις οποίες η διοίκηση τις πλήρωνε στο ακέραιο.

Για τα στελέχη, η μέρα του διοικητικού συμβουλίου, αλλά και η παραμονή της και καμιά φορά και η Δευτέρα ακόμη, ήταν αποκλειστικά δοσμένες σε προετοιμασία, συσκέψεις (ανά τμήμα και διατμηματικές), σύνταξη αναφορών, εκπόνηση στατιστικών, συγκέντρωση στοιχείων από τα υποκαταστήματα – μέρες έντασης, κούρασης, μέρες αγωνίας για τα στελέχη με τις ανώτερες θέσεις και τις αυξημένες ευθύνες. Η αγωνία αυτή κάποτε πήγαζε από ανασφάλεια και μόνο, συνήθως όμως δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη. Αν και κάποιες από τις συνεδριάσεις του ΔουΣου ήταν απλές και σύντομες συγκεντρώσεις που γίνονταν μόνο και μόνο επειδή ήταν επιβεβλημένο από το Νόμο του 1920 περί Ανωνύμων Εταιρειών, κάποιες άλλες – οι περισσότερες – ήταν ουσιαστικές, συχνά έντονες έως και θυελλώδεις. Η επόμενη μέρα συνήθως έφερνε ανακατατάξεις, μεταθέσεις, νέα οικονομικά δεδομένα, ενίοτε και απολύσεις.

Το ζήτημα που προέκυψε με την αρχιεπισκοπή είχε προσωρινά κλείσει με μια λακωνική αναφορά που έκανε ο Χρήστου προς τους ανωτέρους του. Ο Μίμης Μπούσουλας όμως, παρά την ευχάριστη έκπληξη που ένιωσε αρχικά μετά από αυτή την εξέλιξη, εξακολουθούσε να αισθάνεται ανήσυχος. Ήξερε καλά ότι σε τέτοιου είδους ζητήματα η επίσημη αλληλογραφία δεν ήταν το παν. Και παρόλο που ο Χρήστου επανειλημμένα τον είχε στηρίξει και καλύψει στα έξι χρόνια που συνεργάζονταν – ανταποδίδοντας βέβαια την αφοσίωση που του είχε δείξει ο Μπούσουλας – δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι στην κρίσιμη ώρα δεν θα κοίταζε πώς να σώσει το δικό του τομάρι.

Εκείνη την Τετάρτη ο Χρήστου μετά βίας κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Είχε ξενυχτήσει στο γραφείο για να ετοιμάσει τη συνολική αναφορά πεπραγμένων για την πορεία του ερανικού δανείου. Αν και η ημερησία διάταξη δεν περιελάμβανε ρητή αναφορά σ' αυτό, το δάνειο του Τάματος είχε ιδιαίτερη σημασία, τόσο για το οικονομικό του μέγεθος αυτό καθαυτό, όσο και για την εμπλοκή του Δημοσίου και τον πολιτικό-θρησκευτικό συμβολισμό του προς χρηματοδότηση εγχειρήματος. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, διορίζονταν στην πλειονότητά τους από την κυβέρνηση, εξέφραζαν με αρκετά αντιπροσωπευτικό τρόπο αρκετά από τα κοινωνικά στρώματα της σύγχρονης Ελλάδας ή τουλάχιστον της Αθήνας. Ήταν σίγουρο ότι για κάποια από τα μέλη το στενό συμφέρον της τράπεζας δεν ήταν το μοναδικό κριτήριο στις επιλογές και τις στάσεις τους αλλά συνυπολογιζόταν – και συχνά αντικρουόταν – με το συμφέρον της επαγγελματικής τους τάξης, της οικογένειάς τους και γενικότερα του χώρου από τον οποίο προέρχονταν και τον οποίο, άτυπα, εκπροσωπούσαν με την παρουσία τους στο Δ.Σ. Ο Μίμης δεν ήξερε τα προσωπικά τους δεδομένα αλλά υπολόγιζε ότι, για να διοριστούν από την κυβέρνηση των ελλήνων χριστιανών, πολλοί από αυτούς θα ήταν αν μη τι άλλο θρησκευόμενοι και ενδεχομένως κάποιοι να είχαν και διασυνδέσεις με αυτό που στην καθομιλουμένη λεγόταν εκκλησία – δηλαδή με ιεράρχες και τις πάσης φύσεως θρησκευτικές οργανώσεις, αν και υποτίθεται ότι με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν όλο το σώμα των πιστών και όχι μόνο οι διάφοροι μεσολαβητές μεταξύ ανθρώπου και Θεού.

Η συνεδρίαση κράτησε τρεισήμισι ώρες. Στο τέλος της, ο Γενικός κάλεσε τους τρεις υποδιευθυντές στο γραφείο του, όπως έκανε πάντα για να τους ενημερώσει μέσα σε δέκα λεπτά για τα βασικά σημεία. Βγαίνοντας από αυτή τη σύσκεψη, ο Χρήστου πήγε από το γραφείο του Μπούσουλα, που εκμεταλλεύτηκε ως συνήθως την αναμονή για να αρχειοθετήσει κάποια χαρτιά στους φακέλους του. Αντί να τον φωνάξει στο δικό του γραφείο, όπως συνήθιζε, μπήκε στο γραφείο του Μίμη και έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Όλα καλά! είπε ο Χρήστου με πλατύ χαμόγελο και έκδηλη ανακούφιση.

Ο Μπούσουλας ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες. Ο Χρήστου σίγουρα δεν ήταν αφελής αλλά είχε την τάση να παρουσιάζει τα πράγματα στρογγυλεμένα στους συνεργάτες του και γι' αυτό ο Μίμης επέμεινε.

Το οικονομικό όφελος για την τράπεζά μας είναι εντυπωσιακό, εξήγησε ο Χρήστου. Αυτό επισκιάζει όλα τα άλλα και πνίγει τον όποιο ενδοιασμό. Υπάρχει βέβαια αντικειμενικά ένα ρίσκο. Κι αυτό πηγάζει από το ότι απέναντί μας έχουμε το ελληνικό Δημόσιο. Όμως οι έξι στους εννέα από το Κράτος είναι διορισμένοι. Ποιος απ' αυτούς θα βγει να πει ότι το Κράτος είναι αφερέγγυο;

Το προφανές, που ο Χρήστου δεν χρειάστηκε να πει ευθέως στο στενό του συνεργάτη, είναι ότι το δίχως άλλο είχε δοθεί γραμμή από πιο ψηλά, με αποτέλεσμα να μην τεθεί καμία δύσκολη ερώτηση για το Τάμα και τα παρελκόμενά του.

Και για να δοθεί αυτή η γραμμή είχαν βάλει αρκετοί ένα χεράκι. Μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Μίμης, με τον τρόπο του.


38

Το Σταμάτη δεν τον έλεγαν Κερκέντελε. Είχε όμως το μαυριδερό δέρμα της μάνας του, της Μαρίτσας, όπως και τα άλλα πέντε εγγόνια του γερο-Παναή. Δεκαεννιά χρονών ο Σταμάτης, σχεδόν συνομήλικος με το Σωκράτη και αχώριστος φίλος του. Παιδί με νεύρο, όχι φοβερά εργατικός αλλά έπιανε το χέρι του. Και άσσος στο τάβλι.

Πολλές φορές αναρωτιόταν ο Σωκράτης πώς θα περνούσαν τα ατέλειωτα κυριακάτικα απογεύματα χωρίς το τάβλι. Αναρωτιόταν επίσης πότε θα κατάφερνε να κερδίσει το φίλο του. Υπήρχαν Κυριακές που ο Σωκράτης δε σταύρωνε παρτίδα.

Μια και η αυτοσυγκέντρωση και η βαθιά σκέψη δεν ήταν προαπαιτούμενα για να παίξει κανείς μερικές παρτίδες φεύγα ή πόρτες στο καφενείο, ο Σωκράτης με το Σταμάτη συχνά συνόδευαν το παιχνίδι τους με συζήτηση, σχεδόν επί παντός επιστητού.

Ένα από τα ταλέντα του Σταμάτη ήταν η μουσική. Είχε κάνει κάποια μαθήματα στο ωδείο μα πάνω από όλα είχε αυτί. Και χέρι. Το μπαγλαμαδάκι κελαηδούσε στα χέρια του. Οι φίλοι του τον θαύμαζαν, αν και δεν είχαν όλοι τις ίδιες μουσικές προτιμήσεις. Ο Σωκράτης ήταν από τους λίγους που είχαν μια στοιχειώδη γνώση του ρεμπέτικου τραγουδιού και μπορούσε όχι μόνο να τον παρακολουθήσει αλλά και να συζητήσει σε βάθος μαζί του.

Εκείνο το απόγευμα ήταν το πρώτο ανοιξιάτικο. Κάθησαν έξω, για πρώτη φορά μετά το χειμώνα. Φορούσαν τα παλτά τους βέβαια αλλά δεν έβρεχε, δε φυσούσε και έτσι έβγαλαν μόνοι τους ένα τραπέζι με δυο καρέκλες έξω στο πεζοδρόμιο. Το προτιμούσαν και για έναν άλλο λόγο. Μπορούσαν να μιλήσουν χωρίς να τους ακούει όλο το καφενείο.

Ο Σωκράτης πάντα αναρωτιόταν πού το είχε βρει ο Σταμάτης το μπαγλαμαδάκι. Την ώρα που κουνούσε τα ζάρια θυμήθηκε και τον ρώτησε.

Μεγάλη ιστορία, απάντησε ο Σταμάτης καθώς ο Σωκράτης έπαιζε το έξι-πέντε. Μου το έδωσε ο δάσκαλος στο ωδείο. Ο Σωκράτης δε θυμόταν το δάσκαλο, ήξερε μόνο ότι ήταν στην ηλικία των γονιών του και είχε φύγει από το νησί πριν από περίπου δύο χρόνια. Κάποιοι τον είχαν δει να μπαίνει σε ένα καράβι, νύχτα, μαζί με δύο χωροφύλακες.

Ντόρτια. Ο Σταμάτης έπαιξε σιωπηλός και ο Σωκράτης προτίμησε να μη συνεχίσει τη συζήτηση για τον – κατά τα φαινόμενα αντιστασιακό – μουσικό. Προς έκπληξή του συνέχισε ο ίδιος ο Σταμάτης.

Ο Γιώργης ήταν γιος ενός παλιού ρεμπέτη, είπε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από το τάβλι. Ο Σωκράτης τον κοίταξε. Στο μυαλό του ήρθε αμέσως η φωτογραφία. Και ο τζουράς.

Ο πατέρας του κι ο παππούς μου ήταν μαζί στη Σμύρνη, συνέχισε. Πριν την καταστροφή, εννοείται.

Πώς βρέθηκε εδώ; ρώτησε ο Σωκράτης. Ο φίλος του τού εξήγησε ότι το είχε ζητήσει ο ίδιος ο δάσκαλος αυτό. Ήθελε να ακολουθήσει τη διαδρομή του πατέρα του, από την ανάποδη.

Έψαχνε δουλειά κοντά στα μέρη που αυτός έζησε. Ή σε παρόμοια μέρη, προσφυγικά. Κι έτσι κάθε τόσο μετακόμιζε. Παράτησε το σπίτι του στην Κυψέλη και πήγε κι έμεινε στου Προμπονά.

Τι είναι αυτό;

Ένας προσφυγικός συνοικισμός στην Αθήνα, κοντά στα Πατήσια. Στη συνέχεια βρήκε δουλειά στη Χαλκίδα για να μπορεί να μείνει στο Παντείχι, ένα χωριό απέναντι από τη Χαλκίδα. Εκεί είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του πριν να πάει στην Αθήνα. Ήταν ο πρώτος σταθμός του όταν έφυγε από δω.

Ο Σωκράτης δεν ρώτησε το φίλο του ποια χρονιά έφυγε απ' το νησί ο θρυλικός ρεμπέτης. Δεν ενδιαφέρθηκε για το πώς ανακάλυψε ο Σταμάτης ότι ο πατέρας του δάσκαλου ήταν φίλος με το γερο-Κερκέντελε. Δε ρώτησε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή, παρά μόνο ένα πράγμα: Πώς τον έλεγαν. Και ήταν σίγουρος για την απάντηση που θα λάβαινε.


39

Η άνοιξη έφτασε και στη Ζυρίχη. Μόνο που στον Πολύβιο τα τραπεζάκια δεν έβγαιναν στο πεζοδρόμιο. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειαζόταν άδεια της δημοτικής αρχής, που ήταν πανάκριβη και συν τοις άλλοις δινόταν σε ορισμένες μόνο περιοχές του κέντρου. Και σίγουρα οι εκεί θαμώνες δύσκολα θα έπαιρναν την πρωτοβουλία να βγάλουν μόνοι τους έξω δυο καρέκλες κι ένα τραπέζι. Στο Αιγαίο ήταν αλλιώς. Το Αιγαίο όμως ήταν άφαντο.

Το ίδιο και ο Κωστάλας. Το πρωί είχε τηλεφωνήσει στο βοηθό του και του ζήτησε να ανοίξει εκείνος το μαγαζί, γιατί ο ίδιος θα αργούσε. Δουλειές, του είχε δικαιολογηθεί, μα εκείνος ήταν σίγουρος ότι το αφεντικό του είχε εκμεταλλευτεί την ηλιόλουστη μέρα για να βγει βόλτα με τη μυστική του αγαπημένη. Μετά από ένα εξάμηνο δεν ήταν βέβαια και τόσο μυστική πια, όλοι οι εργαζόμενοι στον Πολύβιο και οι περισσότεροι από τους τακτικούς θαμώνες του γνώριζαν την Μπεάτε, τη σαραντάρα νοικοκυρά που άνοιγε την πόρτα της στον Κωστάλα τα πρωινά, την ώρα που τα δυο παιδιά της ήταν στο σχολείο και ο άντρας της στο γραφείο του σε κάποιο προάστειο της πόλης. Τρίτη και Παρασκευή πήγαινε μαζί με τον Κώστα να τον βοηθήσει με τις προμήθειες του εστιατορίου, κουβαλούσε κι εκείνη σακούλες μέχρι το μαγαζί και ο Φίλιππας ετοίμαζε καφέ και για τους δυο τους. Όταν έφευγε απ' τον Πολύβιο ξαναπερνούσε από την αγορά, για τα δικά της ψώνια, και επέστρεφε στην επίσημη ζωή της.

Ο άντρας της μπορεί να ήξερε, μπορεί και να μην ήξερε. Πάντως ένα βράδυ του χειμώνα ήρθαν όλοι μαζί για φαγητό, με τα παιδιά μαζί, κι ήταν μες στην καλή χαρά. Ο Κωστάλας μάλλον αιφνιδιάστηκε, στην αρχή ήταν αμίλητος αλλά στη συνέχεια έπαιξε καλά το ρόλο του, όπως και η Μπεάτε, ενώ μέσα στην κουζίνα τα χαμόγελα έδιναν κι έπαιρναν. Η ερωμένη και η οικογένειά της έφυγαν τελευταίοι, γύρω στις έντεκα το βράδυ. Ο Κωστάλας κλείδωσε την πόρτα, μάζεψε τους συνεργάτες του στην κουζίνα και όλοι μαζί λύθηκαν σε ασταμάτητα γέλια για πέντε ολόκληρα λεπτά. 

Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, όταν επέστρεψε, ο Κωστάλας δε γελούσε. Μπήκε αμίλητος στο εστιατόριο και άναψε τσιγάρο. Οι άλλοι τον άφησαν στην ησυχία του, σίγουροι ότι η κακοκεφιά του είχε να κάνει με τα ερωτικά. Στην πραγματικότητα, ο Κώστας δεν είχε δει καθόλου την Μπεάτε εκείνη τη μέρα. Δεν την είχε πάρει καν τηλέφωνο, αν και η συνολική διάρκεια των κλήσεών του εκείνη τη μέρα ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Μόνο που δεν επρόκειτο για τηλεφωνήματα που είχε κάνει ή δεχτεί ο ίδιος.

Ο Κώστας Κωστάλας παραλάμβανε κάθε βδομάδα ένα δέμα από τη Βέρνη. Το μέγεθος δεν ήταν σταθερό αλλά η μέρα ήταν πάντα ίδια, με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Πέμπτη πρωί, άλλοτε πριν την επίσκεψη στην Μπεάτε κι άλλοτε μετά, πήγαινε στο κεντρικό ταχυδρομείο και έπαιρνε το δέμα. Τις Κυριακές, ενώ το κέντρο της Ζυρίχης αναπαυόταν και ο Πολύβιος έμενε κλειστός το μεσημέρι, ο Κωστάλας ακολουθούσε το τελετουργικό του με την ίδια ευλάβεια που κάποιοι, την ίδια μέρα, εκκλησιάζονταν ή πήγαιναν στο γήπεδο. Άνοιγε το δέμα με το κρητικό μαχαίρι του, ακουμπούσε το υλικό στο τραπέζι του καθιστικού του, έβαζε ένα ποτήρι ούζο με λίγο νερό, άναβε τσιγάρο και άρχιζε την ακρόαση.

Το υλικό προερχόταν από διάφορες πρωτεύουσες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Κάποτε αρκούσε ένα κυριακάτικο πρωινό για να το ακούσει ολόκληρο. Συχνά του έτρωγε όλο το απόγευμα και το υπόλοιπο το άκουγε τη νύχτα, γυρνώντας από το εστιατόριο μετά τη δουλειά του. Την περασμένη Πέμπτη τα δέματα ήταν τρία. Η ακρόαση συνεχίστηκε μέχρι το απόγευμα της Δευτέρας, με ένα διάλειμμα τεσσάρων ωρών για ύπνο.

Τέτοια πληθώρα υλικού δεν είχε ξαναλάβει έως τότε. Δεν ήταν λίγες βέβαια οι φορές που του έστελναν σκάρτο πράμα. Συνήθως όμως η αξία ήταν ανάλογη του όγκου. Στην προεπιλογή γινόταν καλή δουλειά. Όταν λοιπόν διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τρία δέματα, δύο ήταν τα πράγματα που σκέφτηκε. Πρώτον, πως κάτι σοβαρό συνέβαινε. Δεύτερον, πως έπρεπε να καλέσει ταξί για να τα μεταφέρει σπίτι του.

Για το ταξί σύντομα έπαψε να σκοτίζεται. Δεν ήταν δύσκολο να βρει. Για το περιεχόμενο όμως άρχισε τις εικασίες. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, μια και οι κανόνες απαγόρευαν να αρχίσει την ακρόαση πριν από την Κυριακή.

Τα ηχογραφημένα τηλεφωνήματα από και προς τις πρεσβείες έδειχναν ότι υπήρχε μια κινητικότητα ασυνήθιστη. Κι όχι μόνο στην τελευταία παραλαβή. Από τα Χριστούγεννα και μετά, η Μαδρίτη και η Ρώμη ήταν λίγο ανήσυχες. Κι αυτή η ανησυχία μεταδιδόταν στον Κωστάλα σαν ανέβασμα της αδρεναλίνης του. Μετά από ένα χρόνο ηρεμίας, ένιωθε πραγματική ανάγκη για δράση. Ήταν σίγουρος ότι η ώρα δε θ' αργούσε.

Ταυτόχρονα ένιωθε προβληματισμένος, σχεδόν πικραμένος με το ποιόν των ανθρώπων που, αν και μισθοδοτούνταν κανονικά από την ελληνική κυβέρνηση, εντούτοις έψαχναν αφορμές και τρόπους για να την υπονομεύσουν. Ο Κωστάλας το έβρισκε αδιανόητο. Γι' αυτόν η κυβέρνηση ταυτιζόταν με την πατρίδα, όποιος κι αν ήταν στο τιμόνι. Και ειδικά εκείνη την εποχή, μετά την επανάσταση, θεωρούσε ότι το πηδάλιο το κρατούσαν χέρια άξια, ηγετών που πίστευαν στα ίδια ιδεώδη μ' εκείνον, που δικαίωναν το δικό του αγώνα, τη δική του πορεία ανάμεσα στις χώρες του παραπετάσματος. Μια περιπλάνηση είκοσι περίπου χρόνων, με την αποστολή να στηθούν πολλές μικρές εστίες που με τον καιρό θα έφθειραν και θα έριχναν τα ερυθρά καθεστώτα.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Κεφάλαια 31 έως 36 (διπλή πρωτοχρονιάτικη δόση!)


31

Αποφάσισε να μην πει τίποτα στον κύριο Κάρλος στην καθιερωμένη ενημέρωση που έκανε κάθε Παρασκευή βράδυ στην πρεσβεία. Τον πρόλαβε όμως εκείνος. Εκείνος που συνήθως άκουγε, μουρμούριζε και – κατά τα φαινόμενα – σημείωνε, χωρίς να λέει πολλά. Αυτή τη φορά πληροφόρησε ο ίδιος τον Παντελή για την ειλημμένη απόφαση να συνδυαστεί η εργασία γεωτεχνικών και αρχαιολόγων. Αυτό, είπε, επιβαλλόταν από τας συγχρόνους αντιλήψεις περί οικονομίας των κατασκευών. Την τελευταία φράση ο Κάρλος την είπε μονορούφι. Αποκλείεται να την έβγαλε από το κεφάλι του – κάπου την έχει γραμμένη, σκέφτηκε ο Παντελής. Σίγουρα πράγματα. 


32

Ένα πράγμα θαύμαζε πραγματικά η Κατερίνα στους θείους της. Τα ταξίδια τους. Τη συνέπεια με την οποία φρόντιζαν, τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, να πηγαίνουν κάπου, έστω και για λίγο. Ο Παντελής, στα καλοκαιρινά του ταξίδια στο νησί, πάντα είχε να τους λέει για τα μέρη που είχε πάει με τους γονείς του. Η παρέα τον άκουγε με προσοχή. Στην αρχή τουλάχιστον, μέχρι που μεγάλωσαν και κουράστηκαν και δεν του έδιναν πια σημασία. Ο θαυμασμός πάντως έμεινε. Τουλάχιστον από πλευράς Κατερίνας. Κι ας μην εκφραζόταν.

Ήταν φυσικό να απογοητευτεί όταν διαπίστωσε ότι ο Μίμης και η Σωτηρία δεν είχαν και πολλά νέα από τον Παντελή. Καλά είναι, έτσι μας λέει. Τίποτ' άλλο όμως. Δε μιλάει και πολύ, είπε η Σωτηρία, όχι χωρίς κάποιο μικρό παράπονο για το γιο της.

Για δουλειά πήγε βλέπεις, τους θύμισε ο Μίμης. Όχι για τουρισμό. Θα' χει σίγουρα πολλά να μας πει όταν γυρίσει, αλλά στο μεταξύ έχει πολλά να κάνει.

Η Κατερίνα τσίμπησε. Στην παύση του Μίμη πήρε τη σκυτάλη.

Άραγε βρήκε όσα ήθελε για το ναό; Ο Μίμης απλά την κοίταξε και ανασήκωσε τους ώμους. Η Κατερίνα συνέχισε. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα τον σχεδιάσει! Ανυπομονώ να δω τη μακέτα.

Ο Μίμης έμεινε ακίνητος και σιωπηλός. Όχι γιατί αποστομώθηκε από όσα έλεγε η Κατερίνα αλλά γιατί πραγματικά δεν χρειαζόταν να ρωτήσει τίποτα ο ίδιος. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Η Κατερίνα είχε μάθει. Από τη Σωτηρία. Σ' εκείνο τον απογευματινό καφέ, κατά πάσα πιθανότητα. Ο Μίμης είχε πει στη Σωτηρία ότι δεν μιλάμε παραέξω για το ταξίδι του Παντελή. Η Κατερίνα βέβαια δεν ήταν παραέξω. Εκείνη όμως δεν το ήξερε. Η εμπιστευτική πληροφορία δεν της παρουσιάστηκε ως τέτοια αλλά σαν μια οποιαδήποτε είδηση που θα μπορούσε ελεύθερα να τη διαδώσει. Και τη διέδωσε. Όχι με τελάλη αλλά λέγοντάς τη στη Βάσω. Κι αυτό ήταν το ίδιο. Ίσως και χειρότερο.

Η δομή της Οργάνωσης ήταν άγνωστη, ίσως ακόμα και στα ίδια της τα μέλη, σίγουρα πάντως στον Μίμη. Και τι μ' αυτό; Το νήμα υπήρχε. Όποια κι αν ήταν η πορεία του, το γεγονός ήταν ότι στο ένα άκρο ήταν η Βάσω Κερκέντελε – και στο άλλο ο αρχιμανδρίτης. Ο μελετηρός.

Ο Μίμης σηκώθηκε απ' την κουνιστή πολυθρόνα του και, ζητώντας συγγνώμη από την Κατερίνα, είπε στη Σωτηρία να τον βοηθήσει να διαλέξει ρούχα για μια βραδινή επίσκεψη στην οποία, υποτίθεται, θα πήγαιναν αργότερα. Η Κατερίνα προσφέρθηκε να φύγει αλλά της είπαν να κάτσει, υπήρχε αρκετός χρόνος ακόμα. Κλείνοντας την πόρτα στο υπνοδωμάτιο ο Μίμης άρχισε να εκφράζει τη δυσφορία του ξεφυσώντας, χειρονομώντας και εξηγώντας στη Σωτηρία το τι είχε γίνει, με ψιθύρους για να μην ακούγονται αλλά με έντονο ύφος και με πρόσωπο κατακόκκινο. Η Σωτηρία τον άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Η σιγουριά του δεν της άφηνε πολλά περιθώρια. Στο βασικό σημείο είχε άλλωστε δίκιο: Κακώς ξανοίχτηκε τόσο με την Κατερίνα. Βρήκαμε δουλειά του Μίμη στην Ισπανία. Αυτό θα αρκούσε. Ούτε ναοί ούτε τίποτα.

Και τώρα τι; Η μικρή είχε τις παραξενιές της. Αν τη συμβούλευες για κάτι ήσουν σίγουρος ότι θα έκανε το αντίθετο, από αντίδραση και μόνο. Η αρχική σκέψη του Μίμη, να της πουν να μη βγάλει τσιμουδιά από δω και πέρα, ακυρωνόταν. Μαζί με τη Σωτηρία αποφάσισαν να το χειριστούν διαφορετικά. Μετά από δέκα λεπτά γύρισαν στο σαλόνι με ήρεμα πρόσωπα, σχεδόν χαμογελαστά.


33

Τον κύριο Κώστα θα ήθελα, παρακαλώ. Θα μπορούσε βέβαια να το πει και πιο απλά. Τον κύριο Κώστα, παρακαλώ. Ή ακόμη: Κύριε Κώστα, εσείς;

Το πιο δύσκολο δεν ήταν το πώς, αλλά το ποιον. Όλα τα άλλα γίνονταν. Θα πήγαινε από το τηλεπικοινωνιακό γραφείο, κάποιο πρωί που θα ξέκλεβε χρόνο. Θα έμπαινε στο θάλαμο και θα σχημάτιζε τον αριθμό. Με το μηδέν-εικοσιένα μπροστά. Στο τέλος της συνδιάλεξης θα πλήρωνε στο ταμείο. Στον γλοιώδη υπάλληλο, τον 'Παμεινώντα, που θα του χαμογελούσε πονηρά, πιστεύοντας ότι ήρθε στο θάλαμο για να σαλιαρίσει τηλεφωνικά με τη λεγάμενη.

Θα του έφευγαν βέβαια κάμποσα λεφτά αλλά υπήρχε ένα κομπόδεμα για την ανάγκη. Κι ήταν πραγματική ανάγκη για το Σωκράτη να κάνει εκείνο το τηλεφώνημα. Να πάει και στην Αθήνα αν χρειαζόταν. Θα ξεκινούσε όμως με το τηλεφώνημα. 

Να όμως που όταν μπήκε στο θάλαμο και έκλεισε την πόρτα δεν ήξερε αν έπρεπε να ζητήσει τον κύριο Κώστα, τον κύριο Γιάννη ή κάποιον άλλον. Έναν αριθμό ήξερε μόνο. Και τρία ονόματα, από τους οποίους ο ένας, ο παππούς, είχε πεθάνει.

Ο κίνδυνος να εισπράξει την άρνηση ήταν μεγάλος. Ειδικά αν ρωτούσε στα ίσα, τίνος είναι αυτό το τηλέφωνο, αυτόν που θ' απαντούσε. Θα μπορούσε βέβαια να πιάσει να τους εξηγήσει από την αρχή. Ξέρετε, είμαι ο Τάδε, συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά βρήκα μια φωτογραφία του παππού μου με άλλους δύο, και στο πίσω μέρος είναι το τηλέφωνό σας, σκέφτηκα λοιπόν να επικοινωνήσω – και τα λοιπά. Ο μετρητής των μονάδων θα έγραφε σαν τρελός. Κλάφ'το το κομπόδεμα. Κι όμως, κι όμως… Όσο το σκεφτόταν, τόσο του φαινόταν σαν τη μόνη λύση. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σχημάτισε τον αριθμό.

Χτύπησε κάμποσες φορές. Κανείς δεν το σήκωνε. Κατέβασε το ακουστικό, μέτρησε μέχρι το δέκα και ξαναπήρε. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες πέντε ή έξι φορές. Καμία απάντηση. Τζίφος.

Η μόνη του ικανοποίηση ήταν ότι δε χρειαζόταν να περάσει απ' το ταμείο. Γλίτωσε τη φάτσα του 'Παμεινώντα. Στάθηκε για λίγο στο τραπέζι με τους τηλεφωνικούς καταλόγους και βρήκε αυτόν της Αθήνας. Ήταν αδύνατο να ψάξει μία μία τις καταχωρίσεις για να δει πού ανήκε ο αριθμός που έπαιρνε. Μπορούσε όμως να βρει την περιοχή, από τα πρώτα ψηφία του αριθμού. Θυμόταν πως υπήρχε ένας τέτοιος πίνακας στους καταλόγους.

Από το τηλεπικοινωνιακό κέντρο έφυγε με μια ακόμη απορία. Θα μπορούσε να ρωτήσει τον 'Παμεινώντα αλλά δεν είχε όρεξη. Όλο και κάποιος θα βρισκόταν στο νησί για να του εξηγήσει πού ακριβώς βρισκόταν η αθηναϊκή συνοικία με το περίεργο όνομα Αλυσίδα.


34

Επίτηδες άφησε για το τέλος τη βόλτα στη Λεωφόρο Ντε Γκράσια. Για την τελευταία του βδομάδα στη Βαρκελώνη, και μάλιστα την Πέμπτη ή την Παρασκευή, εφόσον θα είχε ήλιο – απαραίτητη προϋπόθεση για να φωτογραφίσει. Η Πέμπτη ήταν βροχερή και κρύα. Ευτυχώς στη Μεσόγειο οι εναλλαγές είναι γρήγορες. Η Παρασκευή δεν ήταν ανοιξιάτικη, ήταν όμως αρκετά φωτεινή. Η συλλογή δεδομένων είχε ουσιαστικά τελειώσει και ο Παντελής εκείνη τη βδομάδα έβαζε ήδη στο χαρτί τις πρώτες του ιδέες για τη γενική μορφή και διάταξη του Ναού. Είχε λοιπόν αρκετό χρόνο για να δει κάποια από τα κτίσματα που έκαναν τη Βαρκελώνη μοναδική.

Στην Κάσα Μπατλλό θαύμασε την κομψή αρχοντιά που την ξεχώριζε από τα επίσης όμορφα γειτονικά της κτίρια. Αντίθετα, η Κάσα Μιλά, η γνωστή και ως Πεδρέρα, είχε μια αυστηρότερη και επιβλητικότερη όψη, περισσότερο σαν γιγάντιο γλυπτό και λιγότερο σαν πολυώροφη οικοδομή.

Αφού θαύμασε τα κτίρια της Λεωφόρου Ντε Γκράσια, φωτογραφίζοντάς τα τόσο από κοντά όσο και από τα απέναντι πεζοδρόμια, συνέχισε να περπατά πρώτα στη λεωφόρο και αργότερα σ' έναν κάθετο δρόμο, μέχρι που κατέληξε στη Σαγράδα Φαμίλια. Την ημιτελή εκκλησία που ποτέ δεν λειτούργησε. Μια ιδιόρρυθμη κατασκευή στο πεδινό κομμάτι της πόλης, δύο τετράδες πύργων σαν τα δάχτυλα δύο χεριών – χωρίς τους αντίχειρες – που υψώνονταν προς τον ουρανό λες κι έκαναν προσευχή. Τριγύρω η Σαγράδα Φαμίλια περιβαλλόταν από άλλα κτίρια, από την πόλη ολόκληρη. Δεν δέσποζε πάνω της, όπως το Τιμπιντάμπο.

Ο Παντελής δεν ήταν σίγουρος αν ο άγνωστος, σε αυτόν, αρχιτέκτονας του Τιμπιντάμπο είχε ποτέ πει στα ισπανικά το Νενίκηκά σε, Γκαουντί! Σίγουρα ο καφετί όγκος της περίεργης Σαγράδα Φαμίλια δεν είχε τη λαμπρότητα του κατάλευκου ναού στην κορυφή του λόφου. Και το άγαλμα του Κυρίου με τις ανοιχτές αγκάλες θα πρέπει να γεννούσε στον μέσο πιστό περισσότερη ζεστασιά και οικειότητα απ' ό,τι οι ανάγλυφες παραστάσεις, έργα τέχνης περισσότερο παρά λατρευτικά αντικείμενα. Εικασία ήταν η τελευταία σύγκριση, ο Παντελής ήξερε ότι δεν μπορούσε ο ίδιος να το κρίνει αυτό με τον ίδιο τρόπο, συνηθισμένος στις ορθόδοξες αγιογραφίες όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες του – ανεξάρτητα από το πόσο θρήσκος ήταν ο καθένας.

Ο Παντελής δεν ήταν και τόσο. Χωρίς να είναι συνειδητά άθρησκος ή να έχει ασπαστεί κάποιο άλλο δόγμα απ' αυτό στο οποίο βαφτίστηκε σαν παιδί – μεγάλωσε όμως με γονείς κοσμοπολίτες, και σε μια πόλη αρκετά απρόσωπη ώστε η αποχή από τον ενοριακό ναό τις Κυριακές να μπορεί να περνά απαρατήρητη.

Το ταξίδι στην Ισπανία του ανακοινώθηκε απότομα. Θα ήταν όμως σημαντικό ως εμπειρία. Αποφάσισε να πει το Ναι χωρίς να κάνει πολλές ερωτήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είχε απορίες. Και με τον καιρό του γεννιόνταν περισσότερες. Ένα από τα πράγματα που δυσκολευόταν να καταλάβει ήταν το γιατί διάλεξαν αυτόν, παιδί μιας αστικής οικογένειας χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς με τα εκκλησιαστικά. Θεωρητικά ήταν ένας διαγωνισμός ανοικτός σε όλους, αυτό τουλάχιστον είχε καταλάβει από τον πατέρα του. Ήταν σίγουρος όμως ότι δύσκολα θα υπήρχαν άλλοι υποψήφιοι που θα απολάμβαναν την ίδια βοήθεια, με πληρωμένα ταξίδια στο εξωτερικό και με την υποστήριξη της εκεί πρεσβείας.

Με την επιστροφή του θα είχε πολλά να πει με τον πατέρα του. Στο μεταξύ, είχε μπροστά του μια τελευταία βραδιά στη Βαρκελώνη – και ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο στη Μαδρίτη πριν την αναχώρησή του. Θύμισε στον εαυτό του το σκοπό εκείνης της βόλτας. Έκανε μερικά βήματα πίσω, φωτομέτρησε, εστίασε και τράβηξε μια ακόμη φωτογραφία.

Δεν ήταν εύκολο να συγκρίνεις ανόμοιες εμπειρίες αλλά ο Παντελής το τόλμησε, την ώρα που γύριζε με τα πόδια στο ξενοδοχείο του: Στις τέσσερις βδομάδες που έμεινε στην Ισπανία, τίποτα, ούτε ακόμα κι οι καλύτερες στιγμές με την Εύα, δεν τον γέμισε τόσο όσο εκείνες οι δύο ώρες γύρω από την Σαγράδα Φαμίλια.

Αυτό βέβαια απέφυγε να το εκμυστηρευτεί στην Εύα το ίδιο βράδυ. Το τελευταίο τους βράδυ, μέχρι – πρώτα ο Θεός – το Πάσχα.


35

Υπέροχη!

Τη λάτρευε τη ζεστή σοκολάτα. Ήταν ό,τι έπρεπε για εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό. Στη Μαδρίτη είχε χιονίσει και η γυναίκα του με τα τρία παιδιά τους είχαν βγει στο μικρό τους κήπο να παίξουν χιονοπόλεμο. Τα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο έδιναν τη νοερή εικόνα μιας κατάλευκης Ισπανίας. Το αεροδρόμιο Μπαράχας είχε κλείσει, ενώ σε αρκετούς δρόμους η κυκλοφορία γινόταν μόνο με αλυσίδες.

Προσπάθησε, πίνοντας το αγαπημένο του ρόφημα, να απολαύσει την παραδοσιακή μουσική που παιζόταν μεταξύ έντεκα και δώδεκα, όπως κάθε Κυριακή πρωί. Δεν ήταν εύκολο. Από στιγμή σε στιγμή περίμενε να χτυπήσει το τηλέφωνο. Τη φωνή του ανθρώπου που θα του μιλούσε δεν την είχε ξανακούσει. Θα περίμενε να ακούσει τη φράση.

Η φωνή ήταν αδύναμη. Οι κραυγές χαράς του πεντάχρονου αγοριού, που μόλις είχε επιστρέψει από τον κήπο, δεν την άφηναν να ακουστεί καθαρά. Δεν ήταν καν σίγουρος σε ποια γλώσσα μίλησε ο συνομιλητής του.

Συγγνώμη, παρακαλώ; αποτόλμησε να ρωτήσει στα ελληνικά. Την ίδια ώρα έκανε νόημα στον Ραμόν με το δάχτυλο στο στόμα, να κάνει ησυχία.

Τα κάγκελα έπιασαν πάγο, επανέλαβε κάπως δυνατότερα η φωνή στο τηλέφωνο. Το άκουσμα αυτής της τόσο κοινότοπης φράσης σιγούρεψε τον Κάρλος ότι είχε να κάνει με τον σωστό άνθρωπο. Αυτόν που στους διπλωματικούς κύκλους ανά τον κόσμο ήταν γνωστός σαν Πίπης.

Τώρα ήταν η σειρά του να απαντήσει κατάλληλα. Και το οδόστρωμα γλιστράει, ήταν η δική του ατάκα. Ήταν δύσκολο να το προφέρει κάποιος που είχε μισο-ξεχάσει τα ελληνικά αλλά ο Κάρλος τα κατάφερε περίφημα. Το μυαλό του πήγε για λίγο στο πρόσωπο που του είχε μάθει τα ελληνικά. Το Λοιπόν; που άκουσε στο ακουστικό του τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα, απάντησε στον Πίπη. Συνεπής στις υποχρεώσεις του.

Διαγωνίως; επέμεινε ο Πίπης, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρό του, προς τα Παλαιά Ανάκτορα.

Και η Παράλληλος εντάξει. Ένας υποθετικός ωτακουστής δύσκολα θα έβγαζε άκρη. Οι πραγματικοί πάντως, τα κατάφερναν μια χαρά. Και υπήρχαν αρκετοί τέτοιοι, δηλαδή τουλάχιστον δύο. Αν αυτή τη στιγμή μπορούσε ο ένας τους να δει τον άλλο, θα έκλειναν το μάτι με νόημα.


36

Στο Μπαράχας επικρατούσε χάος.

Στην καλύτερη περίπτωση, οι πτήσεις έφευγαν με μια καθυστέρηση μερικών ωρών. Στη χειρότερη, θα έπρεπε κανείς να ξενυχτήσει στο αεροδρόμιο, εφόσον δεν είχε κάπου αλλού να καταλύσει. Ακόμη κι αν είχε τα χρήματα για άλλη μια βραδιά στο ξενοδοχείο – που δεν τα είχε – ο Παντελής είχε απορρίψει την ιδέα να πάει στη Μαδρίτη. Η διαδρομή του λεωφορείου γινόταν με μεγάλη δυσκολία στους παγωμένους δρόμους. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ μέχρι να φτάσει το πρωί, δεν είχε λοιπόν καμία όρεξη να ξανακάνει την ίδια απόσταση άλλες δύο φορές.

Η μέρα, αν όχι και η νύχτα, έπρεπε να περάσει. Κάθισμα στο αεροδρόμιο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Ο Παντελής προσπάθησε να βολευτεί στο σακίδιο. Έβγαλε ένα μπλοκ λευκό χαρτί από τη χειραποσκευή του και ένα στυλό. Δεν ήξερε όμως τι να τα κάνει.

Στην αρχή σκέφτηκε να γράψει στην Εύα. Οι λέξεις όμως δεν κυλούσαν. Τι παραπάνω να της πει απ' όσα είχαν πει το περασμένο βράδυ, τον περασμένο μήνα που πέρασαν μαζί; Ήξερε ανθρώπους, φίλους του, που τους άρεσε να γράφουν σε αγαπημένα τους πρόσωπα απ' όπου κι αν βρίσκονταν: Τώρα είμαι στο αεροδρόμιο, περιμένουμε να ανακοινωθεί η ώρα της πτήσης, χιονίζει και μου λείπεις, και όλα τα σχετικά. Εκείνος δεν το έκανε. Για την ακρίβεια το είχε κάνει παλιά, με έναν-δυο εφηβικούς του έρωτες, τώρα πια το βαριόταν όμως.

Άρχισε να ζωγραφίζει. Στην αρχή πρόσωπα και καραγκιοζάκια. Στη συνέχεια μια σχεδόν ημιτονοειδή γραμμή, που όμως ανηφόριζε στο δεξιό της μέρος. Στο μυαλό του είχε τον λόφο, τον ψηλότερο αλλά όχι – ακόμη – τον ενδοξότερο της Αθήνας. Τον απεικόνισε όπως φαινόταν από την ταράτσα του σπιτιού τους στην Αχαρνών. Προσπάθησε κοντά στο δεξί του άκρο να προσθέσει ένα ναό. Στην αρχή βγήκε κάτι σαν το Ταζ Μαχάλ. Ή, λιγάκι, την Αγια-Σοφιά. Ήταν αναπόφευκτο. Αυτά κουβάλαγε μέσα του, ο καθένας από κει θα ξεκινούσε. Στις επόμενες ώρες δοκίμασε πολλές εκδοχές. Το μπλοκ έφτασε κάπου στη μέση, με τις περισσότερες σελίδες συμπληρωμένες μπρος πίσω και με περισσότερες από μία εκδοχές στην καθεμία.

Η πτήση του ήταν πλέον βέβαιο ότι θα έφευγε το επόμενο πρωί. Δεν τον πείραζε καθόλου αυτό. Ένιωθε ελεύθερος. Ελεύθερος να σκεφτεί, να εκφραστεί και να δημιουργήσει.

Η μόνη ανάγκη που ένιωσε να επικοινωνήσει ήταν με τον συνάδελφό του από τη Βαλένθια. Έψαξε και βρήκε στο πορτοφόλι του το χαρτί που είχε πάρει μαζί του τη μέρα της επίσκεψης στο πανεπιστήμιο. Δεν είχε όμως σημειωμένο το τηλέφωνό του. Μόνο τη διεύθυνση, που εκείνη τη στιγμή δεν του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη. Τις πληροφορίες για τον περιβάλλοντα χώρο των εμβληματικών ναών θα έπρεπε να τις ζητήσει με κάποιο γράμμα. Το γράμμα αυτό, όπως και αυτό προς την Εύα, θα έπρεπε να περιμένει.